- κατεγνωσμέναι
- καταγιγνώσκωremarkperf part mp fem nom/voc plκατεγνωσμένᾱͅ , καταγιγνώσκωremarkperf part mp fem dat sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λογιστήριο — το (Α λογιστήριον) [λογιστής] νεοελλ. 1. γραφείο ή τμήμα δημόσιας ή ιδιωτικής επιχείρησης, όπου τηρούνται τα λογιστικά βιβλία και διεξάγεται η λογιστική υπηρεσία («πρέπει να πάτε στο λογιστήριο να πληρωθείτε») 2. φρ. «Γενικό Λογιστήριο» η… … Dictionary of Greek